τεχνητοῦ

τεχνητοῦ
τεχνητός
artificial
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • παγοποιία — η βιομηχανική παραγωγή τεχνητού πάγου, βιομηχανία κατασκευής τεχνητού πάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 σε Βασιλικό Διάταγμα] …   Dictionary of Greek

  • Τσέλνερ, Γιόχαν Καρλ Φρίντριχ — (Zolner, Βερολίνο 1834 – Λιψία 1882). Γερμανός αστρονόμος. Διετέλεσε καθηγητής της αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο της Λιψίας και ασχολήθηκε με τη φασματοσκοπία και με πολλούς άλλους κλάδους της φυσικής. Οι έρευνές του στην ουράνια φωτομετρία είχαν …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αντιβραχίονας — ο 1. (στα άνω άκρα) το από τον καρπό ως τον αγκώνα μέρος του χεριού, ο πήχυς 2. ο δευτερεύων μώλος τεχνητού λιμανιού, που δέχεται μόνο ασθενή κύματα …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροπυρεξία — η ιατρ. πρόκληση τεχνητού πυρετού με ρεύμα υψηλής συχνότητας, με σκοπό τη θεραπεία τής προϊούσας γενικής παράλυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electropyrexia < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + pyrexia (πρβλ. πύρεξη < πυρέσ σω «έχω… …   Dictionary of Greek

  • ιδιομυϊκός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στις μυϊκές συστολές οι οποίες παράγονται χωρίς παρέμβαση νευρικής διεγέρσεως ή τεχνητού ερεθίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. idiomusculaire < idio (πρβλ. ιδιο ) + musculaire «μυϊκός»] …   Dictionary of Greek

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”